Όταν η μουσική γίνεται τρόπος ζωής…
Η έντονη εκφραστικότητα είναι χαρακτηριστικό όλων των λατινογενών
πληθυσμών και δεν περιορίζεται μόνο στο λεκτικό στοιχείο αλλά επεκτείνεται και
στη σφαίρα της σωματικής έκφρασης. Μία από τις πιο άρτιες μορφές σωματικής
έκφρασης είναι ο χορός. Για τους Κουβανούς συγκεκριμένα, η μουσική είναι
άρρηκτα συνδεδεμένη με την κουλτούρα και την ιστορία τους και αποτελεί για
αυτούς τρόπο ζωής. Κάθε ώρα και κάθε μέρος είναι κατάλληλο για χορό και
τραγούδι, θα δείτε λοιπόν κορίτσια και αγόρια στα δρομάκια της Αβάνας να χορεύουν
ακόμα και μέρα μεσημέρι ενώ τα βράδια οι μουσικές από τα μπαράκια διαχέονται
παντού και οι νεαροί habaneros ξεχύνονται στους δρόμους έξω από τα μαγαζιά και
λικνίζονται σε έντονους και άκρως ερωτικούς ρυθμούς. Η μουσική της Κούβας φέρει
επιδράσεις από διάφορες εθνότητες και συνδέει δημιουργικά την Αφρική με την
Αμερική και την Ευρώπη. Ακολουθώντας την ιστορία του τόπου και των κατοίκων του
και συνδέοντάς την με την πλουσιότατη εκφραστική κληρονομιά που έχουν παραλάβει
οι σημερινοί Κουβανοί, παρατηρούμε ότι η μουσική τους διατηρεί ακόμα στοιχεία
από την κουλτούρα των Ισπανών αποικιοκρατών παρόλο που σε μεγαλύτερο βαθμό έχει
επικρατήσει το νέγρικο στοιχείο των Αφρικανών σκλάβων. Από την άλλη, έχει
εκλείψει δυστυχώς η μουσική των αυτοχθόνων πληθυσμών γιατί και οι ίδιοι είτε
αφανίστηκαν από τους κατακτητές είτε αφομοιώθηκαν με τα χρόνια. Η μοναδική
«συνεισφορά» των ινδιάνων Τάινο στη σύγχρονη κουβανέζικη κουλτούρα είναι η
χρήση καλαμένιων φλάουτων, τυμπάνων και κρουστών που σήμερα είναι γνωστά ως «maracas».
Καθώς ταξιδεύουμε προς την ενδοχώρα του νησιού παρατηρούμε ότι όσο πιο
απομονωμένοι είναι οι διάφοροι πληθυσμοί τόσο πιο έντονα επιβιώνουν οι
παραδόσεις τους. Στο εσωτερικό λοιπόν της χώρας συναντάμε λευκούς χωρικούς guajiros,
οι οποίοι αποκομμένοι από την Ισπανία και τις πολιτιστικές εξελίξεις στη
μητρόπολη, διατήρησαν ζωντανή μέσα στους αιώνες την παλιά ιβηρική μουσική με
στοιχεία που είναι αδύνατο πια να συναντήσει κανείς στην Ευρώπη. Το ίδιο μοτίβο
αλλά και μεγαλύτερο βαθμό εξέλιξης παρουσιάζει η νέγρικη μουσική στη χώρα, την
οποία μπορούμε να διακρίνουμε σε δύο είδη: την αμιγώς αφρικάνικη και τη μουσική
που έχει δεχτεί ευρωπαϊκές επιρροές σε πιο πρόσφατες εποχές. Η αυθεντική
αφρικανική μουσική συνεχίζει να επιβιώνει μέσα σε κλειστές ομάδες πληθυσμών που
παρουσιάζουν στοιχεία γκέτο και αποτελούνται καθαρά από άτομα που μοιράζονται
κοινά εθνο-γλωσσικά χαρακτηριστικά και έθιμα. Οι περισσότεροι κουβανέζικοι
χοροί που συναντάμε στη χώρα έχουν αφρικανική προέλευση και χαρακτηρίζονται από
έντονο ρυθμό και χρήση κρουστών μουσικών οργάνων.
Κόνγκα…
Η αυθεντική φολκλόρ μουσική με το έντονο λαϊκό στοιχείο βρίσκει την
έκφρασή της στην κόνγκα. Η κόνγκα είναι ο γνήσιος χορός των σκλάβων και
χαρακτηρίζεται από πολύ μικρά βηματάκια όπως περιορισμένες ήταν και οι κινήσεις
των σκλάβων οι οποίοι δυσκολεύονταν να περπατήσουν εξαιτίας των αλυσίδων με τις
οποίες ήταν δεμένα τα πόδια τους.
Ντανσόν…
Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα όλο και περισσότεροι νέγροι στρέφονται στην
εκμάθηση της ευρωπαϊκής μουσικής και από τις αρχές του 19ου αιώνα περνάμε σε
μια νέα φάση της κουβανικής μουσικής, που χαρακτηρίζεται από μίξη ήχων και
στοιχείων. Η επιτυχημένη επανάσταση των σκλάβων της Αϊτής κατά των Γάλλων
αποικιοκρατών το 1793, φέρνει πολλούς Γάλλους στην Κούβα και η τοπική κουλτούρα
δέχεται ισχυρές επιρροές από τη γαλλική. Η γαλλική «κοντρ ντανς» κυριάρχησε
στην Κούβα του 19ου αιώνα ως «contradanza». Αρχικά ήταν χορός του «σαλονιού»,
σύντομα όμως επεκτάθηκε και στα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Με τον καιρό, τα
ευρωπαϊκά στοιχεία υποχωρούν, η μουσική γίνεται πιο ρυθμική και η χορογραφία
απλοποιείται για να ονομαστεί τελικά
απλώς «danza». Η περαιτέρω εξέλιξη του είδους οδηγεί στο «danzon», ένα καθαρά
κουβανέζικο πια μουσικό είδος, το οποίο ωστόσο προέκυψε από την πρόσμιξη
αφρικανικών και ευρωπαϊκών ακουσμάτων.
Son…
Μεταξύ 1915 και 1930 γεννιέται στην περιοχή του Santiago de Cuba ένας νέος τύπος κουβανέζικης μουσικής, που αποτελεί υβρίδιο σπανιόλικης μελωδίας και αφρικανικού ρυθμού. Σε αντίθεση όμως με τον περισσότερο ευρωπαϊκό και κομψό danzon που περιλαμβάνει μόνο μουσική, ο son ενέχει και τραγούδι ενώ είναι ένας γρήγορος χορός, γεμάτος ένταση, στον οποίο φαίνεται να υπερτερεί η τραχύτητα και η λαϊκότητα του αφρικανικού στοιχείου.
Habanera…
Η habanera είναι ένας ισπανο-κουβανέζικος χορός που ανήκει στα νεότερα
μουσικά ρεύματα. Θεωρείται πρόδρομος του αργεντίνικου tango με ρίζες από τους
αφρικάνικους χορούς «ταγκάνα». Παρόλο που οι λευκοί θεωρούσαν χυδαίους και
ανήθικους τους αφρο-αμερικάνικους φολκλορικούς χορούς, η habanera όχι μόνο
πέρασε στην Ευρώπη μέσω της Ισπανίας αλλά βρήκε και τη θέση της στην κλασική
μουσική (Bizet, Ravel, Debussy).
Salsa…
Η jazz μουσική έχει επηρεάσει και αυτή σημαντικά την κουβανέζικη
κουλτούρα. Τη δεκαετία του 1940 δημιουργείται η Afro Cuban Jazz, ένας
συγκερασμός στοιχείων της κλασικής jazz με αφρο-κουβανικά στοιχεία. Ο χορός salsa
προήλθε από το son και κάποια στοιχεία latin, jazz και mambo, μας φέρνει στο
νου τη «σάλτσα» που μπαίνει στα φαγητά και εκεί οφείλεται πράγματι η ονομασία
του χορού! Αυτό μάλλον έχει να κάνει με το πόσο εκρηκτικός και… «πικάντικος»
είναι ο ρυθμός. Η salsa γνώρισε επιτυχία με το «Oye como va» του Carlos Santana.
Μετά την Επανάσταση και την επικράτηση του Castro, το τραγούδι
πολιτικοποιήθηκε, όχι όμως και η μουσική, με αποτέλεσμα τη δημιουργία
τραγουδιών με πολιτικό και επαναστατικό στίχο και με χορευτική, πιο «ελαφριά» latin
μουσική.
Rumba…
Η ρούμπα είναι ο κατεξοχήν κουβανέζικος χορός. Συναρπαστικές φιγούρες
και πολύπλοκη μουσική, άρρηκτα συνδεδεμένη με το νησί. Γεννήθηκε στις αρχές του
20ου αιώνα από τη διασταύρωση της ισπανικής και της νέγρικης κουλτούρας, της habanera
και αφρικάνικων ρυθμών. Θεωρείται ως η λαϊκή μουσική των πόλεων και
χαρακτηρίζεται από ποικιλία ρυθμού, εναλλαγή μέτριου και έντονου tempo και
κινήσεις περισσότερο του σώματος και λιγότερο των ποδιών. Στην αρχή, η ρούμπα
ήταν ένας πολύ δύσκολος χορός, με ζωηρές κινήσεις που απέπνεαν έντονο ερωτισμό.
Η μουσική παιζόταν με τύμπανα και κρουστά, ο τραγουδιστής ήταν μόνο ένας και οι
παρτενέρ χόρευαν χωριστά ο ένας από τον άλλο. Από το 1928 η ρούμπα άρχισε να
γίνεται δημοφιλής και εκτός Κούβας, αρχικά στη Νέα Υόρκη και κατόπιν πέρασε στα
ευρωπαϊκά σαλόνια. Παρατηρείται τότε η τάση των μουσικών της εποχής να
προσπαθούν να προσαρμόσουν τη ρούμπα στο ευρωπαϊκό-αμερικάνικο πνεύμα,
απλοποιώντας την, μειώνοντας τη βιαιότητα των κινήσεων και απογυμνώνοντάς την
τελικά από τα δύο βασικότερα χαρακτηριστικά της: το ζωηρό ρυθμό και τον έντονο
ερωτισμό. Η παραποιημένη ρούμπα του 1930 και του 1940 δεν παίζεται πια μόνο με
κρουστά αλλά προστίθενται τρομπέτες, τρομπόνια, σαξόφωνα και μαράκες. Στην
εξέλιξή της στο χρόνο, φαίνεται μια σταδιακή αποαφρικανοποίησή της, παρέμειναν
ωστόσο ζωντανά κάποια νέγρικα στοιχεία όπως ο ζωηρός ρυθμός, ο ξέφρενος χορός,
το τραγούδι και τα χτυπήματα των χεριών.
Το Buena Vista Club…
Δεκαετία του ’50. Η νυχτερινή ζωή στην Κούβα είναι έντονη. Τα μαγαζιά μοιάζουν με ένα είδος «λέσχης» που επέτρεπε την είσοδο μόνο σε συγκεκριμένα μέλη και το καθένα απευθύνεται σε διαφορετική ομάδα του πληθυσμού. Αλλού διασκεδάζουν οι λευκοί και αλλού οι μαύροι. Στη γειτονιά Buenavista της Αβάνας βρίσκεται το Buena Vista Club, στο οποίο διασκεδάζουν μόνο Κουβανοί με αφρικανικές ρίζες, απολαμβάνοντας τη μουσική εκλεκτών μαύρων καλλιτεχνών. Μετά την Επανάσταση και την έλευση του Κομμουνιστικού καθεστώτος, τα clubs κλείνουν, οι καλλιτέχνες μένουν άνεργοι και ξεχνιούνται. Για να επιβιώσουν κάνουν διάφορες δουλειές, άσχετες με την τέχνη τους. Το 1997 ο Αμερικανός κιθαρίστας Ry Cooder φτάνει στην Κούβα αναζητώντας τις ρίζες της αυθεντικής κουβανέζικης μουσικής. Ανακαλύπτει τους θρυλικούς μουσικούς του τότε Buena Vista Club και αποφασίζει να τους ενώσει ξανά. Να σημειώσω εδώ ότι οι συγκεκριμένοι μουσικοί δεν υπήρξαν ποτέ πριν συγκρότημα. Επρόκειτο για μεμονωμένους καλλιτέχνες που βρέθηκαν όλοι μαζί για πρώτη φορά το 1997 μετά από την πρωτοβουλία του Cooder. Ήταν πια ηλικιωμένοι, κάποιοι είχαν πάνω από δέκα χρόνια να παίξουν μουσική και λόγω της προχωρημένης ηλικίας τους αυτή φαινόταν να είναι η τελευταία τους ελπίδα για αναγνώριση. Το συγκρότημα ονομάστηκε Buena Vista και το άλμπουμ που κυκλοφόρησαν κυμαινόταν σε ήχους son cubano, guajira, bolero και danzon, περιείχε κομμάτια που έγιναν πασίγνωστα σε όλο τον κόσμο, όπως το «Dos Gardenias» και το «Chan chan» και βραβεύτηκε με Grammy. Η επιτυχία συμπληρώθηκε με μια περιοδεία σε Αμερική και Ευρώπη ενώ ο σπουδαίος Γερμανός σκηνοθέτης Wim Wenders ζήτησε από τον Cooder να κινηματογραφήσει το Buena Vista Social Club. Το ομώνυμο ντοκιμαντέρ κυκλοφόρησε το 1999 και προτάθηκε για Oscar.
Τα μέλη του Buena Vista Social Club ανέρχονται συνολικά σε πάνω από 20, παρόλο που η σύσταση διαρκώς αλλάζει καθώς κάποιοι από τους αρχικούς καλλιτέχνες απεβίωσαν ενώ άλλοι προστέθηκαν στη συνέχεια στη θέση τους. Ο κεντρικός κιθαρίστας, ο θρυλικός Compay Segundo, ήταν 90 χρονών όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ. Υπήρξε εφευρέτης του αρμόνικο (μιας ειδικής κιθάρας με 7 χορδές) και πέθανε το 2003.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου