Balkan Road Trip: "Μαθήματα μαγειρικής" στο Bar (Αντιβάριο) του Μαυροβουνίου...


Μόλις πριν από μερικές μέρες επέστρεψα από ένα μεγάλο road trip στα Δυτικά Βαλκάνια. Έχοντας διασχίσει, ούτε λίγο-ούτε πολύ, κάπου 4.000 χλμ. με το αυτοκίνητο και έχοντας περπατήσει σε άπειρους δρόμους, λεωφόρους, στενάκια και πλακόστρωτα σοκάκια, είμαι πλέον έτοιμη να μοιραστώ μαζί σας τις εντυπώσεις μου μέσα από μια σειρά άρθρων που θα ακολουθήσουν... Το ταξίδι μου αυτό συμπεριέλαβε μερικές σημαντικές περιοχές από Αλβανία, Μαυροβούνιο, Κροατία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Σλοβενία, Σερβία, ένα μικρό πέρασμα στην Αυστρία και ένα γρήγορο πέρασμα κατά μήκος των Σκοπίων.

Οφείλω, στο σημείο αυτό, να ομολογήσω ότι ήταν η πρώτη φορά που ξεκίνησα ένα ταξίδι τόσο βαθιά προκατειλημμένη για όσα θα συναντούσα. Έχοντας γυρίσει σχεδόν όλη την Κεντρική και Νότια Ευρώπη, αναζητούσα το κάτι διαφορετικό εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου. Επέλεξα τα Βαλκάνια γιατί ήλπιζα να κάνω ένα ταξίδι στο παρελθόν, σε αυτό ακριβώς που ήταν η Ελλάδα πριν από πενήντα και κάτι χρόνια και που εγώ, λόγω ηλικίας, δεν πρόλαβα να γνωρίσω. Η πραγματικότητα, ωστόσο, έμελλε να με διαψεύσει! Όσο περισσότερο αναζητούσα εικόνες που να αποπνέουν την αίσθηση αυτού που όλοι μας, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, έχουμε στο μυαλό μας ως “Βαλκάνια”, τόσο σκόνταφτα πάνω σε εικόνες, θα έλεγα... “εξευρωπαϊσμένες”! Εγώ περίμενα να δω κόσμους διαφορετικούς, κολλημένους στο παρελθόν, περιοχές σχεδόν κατεστραμμένες από τον πόλεμο και αυτά που αντίκρισα, ήταν τελικά αρκετά για να αλλάξουν άρδην την αντίληψή μου. Η πάλαι ποτέ Πρώην Γιουγκοσλαβία του Τίτο δεν υπάρχει πια. Τη θέση της έχουν πάρει κράτη που κατάφεραν μέσα σε μερικές μόνο δεκαετίες να καλύψουν τόσο τεράστιες αποστάσεις ώστε να μπορούν άνετα να ανταγωνιστούν τουριστικά, τόσο σε υποδομές όσο και σε νοοτροπία, τα παραδοσιακά τουριστικά μέρη της Ευρώπης. Το Ζάγκρεμπ, για παράδειγμα, ή η Λιουμπλιάνα ελάχιστα διαφέρουν από το Παρίσι ή οποιαδήποτε άλλη πρωτεύουσα της Κεντρικής Ευρώπης. Μάλιστα, μετά λύπης μου, διαπίστωσα ότι χώρες όπως η Κροατία, η Σλοβενία ή το Μαυροβούνιο όχι μόνο έχουν φτάσει το επίπεδο της Ελλάδας αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, το έχουν προ πολλού ξεπεράσει! Οι περιοχές που παραμένουν ακόμα καθαρά “Βαλκανικές” (με την έννοια ότι έχουν μείνει λίγο πιο πίσω αναπτυξιακά) είναι μόνο η Αλβανία, τα Σκόπια, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η πολύ ιδιαίτερη περιοχή του Κοσόβου. Μοναδική εξαίρεση, η περίπτωση της Σερβίας που παραπαίει ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Είναι η χώρα που μοιάζει πιο πολύ από κάθε άλλη με την σημερινή κατάσταση της Ελλάδας. Αν όμως αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι πριν καμιά εικοσαριά χρόνια οι άνθρωποι αυτοί είχαν πόλεμο, είναι εκπληκτικό το πόσο γρήγορα κατάφεραν να επουλώσουν τις πληγές τους και να φτάσουν στα δικά μας επίπεδα. Το σίγουρο είναι πως αν συνεχίσουν έτσι, σύντομα θα μας ξεπεράσουν. Και είναι τουλάχιστον ανησυχητικό και άξιον διερεύνησης το γιατί εμείς εξακολουθούμε να επαναπαυόμαστε και να υπερηφανευόμαστε για το ένδοξο παρελθόν της Αρχαίας Ελλάδας, τη στιγμή που σήμερα έχουμε καταντήσει να είμαστε, σε πολλά θέματα, οι χειρότεροι της Ευρώπης. Ας μην γκρινιάζω όμως άλλο... Το βασικό θέμα του παρόντος άρθρου μου είναι να γνωρίσουμε μαζί το εκπληκτικό Μπαρ (ή αλλιώς... Αντιβάριο) του Μαυροβουνίου!

Σύνορα Αλβανίας - Μαυροβουνίου

Η πρώτη εντύπωση που αποκόμισα από το Μαυροβούνιο, αφού διέσχισα τα σύνορα με την Αλβανία, ήταν αυτή ενός πολύ στενού επαρχιακού δρόμου που σε τίποτα δεν θυμίζει τους συνήθεις μεγάλους αυτοκινητοδρόμους της Ευρώπης

Ο... αυτοκινητόδρομος από τα σύνορα μέχρι το Bar!
Ολόκληρο το κομμάτι της -υποτίθεται- κεντρικής αρτηρίας της χώρας, από τα σύνορα μέχρι το Μπαρ, δεν ήταν παρά ένα απίστευτα μικρό δρομάκι διπλής κατεύθυνσης ανάμεσα στα δέντρα, γεμάτο μπαλώματα και τόσο στενό ώστε αν διασταυρωνόσουν με ένα λίγο μεγαλύτερο όχημα, θα έπρεπε οπωσδήποτε ο ένας από τους δύο να βγει στα χωράφια προκειμένου να μπορέσει ο άλλος να περάσει! Εκεί, ναι, κάπου αισθάνθηκα ότι επιτέλους έβρισκα κάτι από... “Βαλκάνια”! 

Κοπάδι από αγελάδες στον κεντρικό δρόμο!
Πόσο μάλλον όταν στα ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά μας, κυριολεκτικά από το πουθενά, ένα κοπάδι αγελάδες και παρόλο που δεν τρέχαμε (δεν το επέτρεπε και ο δρόμος άλλωστε...), αναγκαστήκαμε να πλακωθούμε στα φρένα για να μην πέσουμε πάνω τους! Τα συμπαθή ευμεγέθη ζωάκια ξεκίνησαν να περπατούν αμέριμνα στη μέση του δρόμου και χρειάστηκαν αρκετά λεπτά μέχρι να αποφασίσουν να κάνουν στην άκρη και να μας επιτρέψουν να τα προσπεράσουμε. Καθώς κατηφορίζαμε το βουνό οδεύοντας προς το Bar, είδα από ψηλά την πανοραμική θέα της πόλης και του λιμανιού της ενώ ήδη ο ήλιος είχε ξεκινήσει να δύει και οι πρώτες ψιχάλες έκαναν την εμφάνισή τους.

Κατηφορίζοντας προς το Bar. Στο βάθος η νέα πόλη, το λιμάνι και οι χιονισμένες βουνοκορφές του Μαυροβουνίου...

Το Bar, λοιπόν, είναι μια παραθαλάσσια πόλη στο νότιο τμήμα του Μαυροβουνίου. Επειδή βρίσκεται αρκετά κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, την επιλέξαμε για την πρώτη μας διανυκτέρευση, καθώς την επόμενη μέρα θα ξεκινούσαμε να γνωρίσουμε το πιο τουριστικό κομμάτι των παραλίων του Μαυροβουνίου (Sveti Stefan, Budva, Kotor). Το Bar αποτελεί σημαντικό λιμάνι της χώρας και έχει περίπου 13.500 κατοίκους από τους οποίους οι μισοί και πλέον είναι Μαυροβούνιοι, το 33% περίπου είναι Σέρβοι ενώ υπάρχουν και μερικές μειονότητες Βοσνίων, Κροατών και Αλβανών

Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία του Αγ. Πέτρου
Όσον αφορά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του πληθυσμού, περίπου το 78% είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ένα 10% ασπάζεται τον Μουσουλμανισμό και ένα 5% είναι Καθολικοί. Η ονομασία της πόλης στα αρχαία ελληνικά ήταν Αντιβάριον ή Θηβάριον και σύμφωνα με τη μυθολογία ιδρύθηκε, μαζί με τη γειτονική Budva, από τον Βασιλιά Κάδμο που υπήρξε επίσης ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς της Θήβας. Η λατινική της ονομασία ήταν Antibarium ενώ η αντίστοιχη ιταλική είναι Antivari ή Antibari και της δόθηκε ως γεωγραφικός προσδιορισμός καθώς βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την ιταλική πόλη Bari, επίσης σπουδαίο λιμάνι της γείτονος χώρας. Αντίστοιχα, στα αλβανικά η πόλη ονομάζεται Tivari ενώ στα τούρκικα Bar, ονομασία που τελικά επικράτησε στη σύγχρονη εποχή. Γενικά, πρόκειται για μια περιοχή με μεσογειακό και υγρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα και συχνές βροχοπτώσεις, γεγονός που διαπιστώσαμε και εμείς από την πρώτη στιγμή!

Λίγα λόγια για την Ιστορία... 

Κάστρο του Stari Bar
Τα ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη χρονολογούνται από τη Νεολιθική εποχή και μαρτυρούν κατοίκηση της περιοχής ήδη από εκείνη την χρονική περίοδο. Επισήμως, όμως, η ιστορία του Μαυροβουνίου ξεκινά γύρω στον 6ο με 7ο αιώνα, όταν οι Σλάβοι έκαναν την εμφάνισή τους στο χώρο των Βαλκανίων. Η περιοχή τότε αποτελούσε διαφιλονικούμενο έδαφος που διεκδικούσαν ταυτόχρονα τόσο οι Βυζαντινοί όσο και οι Σέρβοι ή οι Βούλγαροι. Ένα μικρό τότε σλαβικό κρατίδιο, η Διόκλεια, που ήταν υποτελές στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, θα νικήσει τους Βυζαντινούς υπό τον Στέφαν Βόισλαβ και ο γιος του Μιχαΐλο Α' της Διόκλειας θα ιδρύσει το 1034 την Καθολική Αρχιεπισκοπή του Αντιβαρίου. Ο ίδιος, εκμεταλλευόμενος το Σχίσμα των Εκκλησιών, θα ζητήσει το 1077 από τον Πάπα Γρηγόριο Ζ' να τον χρίσει Βασιλιά. Το 1183 το Αντιβάριο, μετά από μια σύντομη περίοδο βυζαντινής κυριαρχίας, περνάει στα χέρια του Σέρβου Πρίγκιπα Στέφανου Α' Νεμάνια και παραμένει στον Οίκο των Νεμάνια μέχρι την έλευση των Ενετών. Από το 1443 έως το 1571 βρίσκεται υπό την κυριαρχία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, παρόλο που ουσιαστικά λειτουργούσε ως αυτόνομη πόλη-κράτος που διέθετε δικό της εθνόσημο, σημαία, νόμους και δικό της νόμισμα. 

Σύγχρονο τζαμί
Από το 1571 έως και το 1878 ακολουθεί η περίοδος της οθωμανικής κατάκτησης. Στη νεότερη Ιστορία, η πόλη έγινε ευρύτερα γνωστή όταν στις 30 Αυγούστου του 1904 ο πρωτοπόρος στην ασύρματη τηλεγραφία Ιταλός επιστήμονας, Guglielmo Marconi, επέλεξε το Bar για να πραγματοποιήσει την ασύρματη σύνδεσή του με την ιταλική πόλη Bari της απέναντι γειτονικής στεριάς. Η έλευση της νέας εποχής ήρθε το 1908 με την κατασκευή του πρώτου σιδηροδρομικού δικτύου, που τέθηκε σε λειτουργία το 1913, ενώ μέχρι το 1979 το Bar είχε πια συνδεθεί σιδηροδρομικά με το Βελιγράδι. Η ίδια χρονιά στάθηκε ορόσημο στη νεότερη ιστορία του Bar καθώς ένας ισχυρός σεισμός έπληξε μεγάλο μέρος της πόλης που χρειάστηκε να οικοδομηθεί εκ νέου. Σήμερα, η πόλη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια του Μαυροβουνίου και συνδέεται ακτοπλοϊκώς με το Bari και εποχικά με την Ancona. Οι εργασίες βελτίωσης και επέκτασης του οδικού δικτύου συνεχίζονται με αμείωτους ρυθμούς ενώ το τούνελ Σόζινα, που ολοκληρώθηκε το 2006, μείωσε σημαντικά την απόσταση από το Bar μέχρι την πρωτεύουσα Podgorica. Στο Bar έχουν επίσης την έδρα τους πολλές μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις ενώ η περιοχή παράγει κατά βάση ελαιόλαδο και εσπεριδοειδή.

Βόλτα στη νέα και την παλιά πόλη...  

Η μαρίνα του Bar
Το κομμάτι της νέας πόλης του Bar είναι σύγχρονο, μοντέρνο και εμφανώς προσανατολισμένο στον τουρισμό. Διαθέτει μοντέρνα κτήρια, φαρδιές λεωφόρους, σύγχρονες αθλητικές εγκαταστάσεις, πάρκα και ενδιαφέρουσες εκκλησίες, όπως ο εντυπωσιακότατος Ορθόδοξος Καθεδρικός Ναός του St. Jovan Vladimir με τους χρυσούς και μπλε τρούλους. Ο παραλιακός πεζόδρομος με τους φοίνικες δίνει μια πιο εξωτική όψη στην πόλη και προσφέρεται για άφθονους περιπάτους πλάι στη μαρίνα με τα σκάφη αλλά και για χαλάρωση στα αμέτρητα καφέ και εστιατόρια. 

Ο Ορθόδοξος Καθεδρικός Ναός του St. Jovan Vladimir

Στα αξιοθέατα συγκαταλέγεται και η οικία του Βασιλιά Νικολάου Α' που διετέλεσε βασιλιάς του Μαυροβουνίου από το 1910 έως το 1918. Συμμετείχε ενεργά στους Βαλκανικούς Πολέμους με σκοπό την απώθηση των Οθωμανών από την Ευρώπη αλλά και στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο με σκοπό την εκδίωξη των Αυστριακών από τη Σερβία. Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της ενοποίησης Σερβίας-Μαυροβουνίου ενώ ονομάστηκε χαριτολογώντας “πεθερός της Ευρώπης”, μιας και πέντε από τις κόρες του παντρεύτηκαν γόνους σπουδαίων βασιλικών Οίκων της Ευρώπης! Το παλάτι του λειτουργεί σήμερα ως μουσείο. Στους χώρους του εκτίθενται αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής ενώ οι κήποι του φιλοξενούν μερικά σπάνια είδη δέντρων και εξωτικών φυτών. 

Το ελαιόδεντρο των 2.000 ετών
Αφήνουμε πίσω μας τη σύγχρονη πόλη και ανηφορίζουμε στο λόφο με προορισμό το Stari Bar (την παλιά πόλη του Bar). Κάνουμε μια στάση για να δούμε το περίφημο ελαιόδεντρο των 2.000 ετών, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα αξιοθέατα της περιοχής που από το 1975 έχει χαρακτηρισθεί ως εθνικό μνημείο. Περνάμε έξω από ένα αρκετά ενδιαφέρον τζαμί, που αντανακλά για ακόμα μια φορά το “πάντρεμα” των πολιτισμών που συντελέστηκε ανά τους αιώνες στη Βαλκανική χερσόνησο και φτάνουμε στο πιο παλιό κομμάτι της πόλης. 

Το Υδραγωγείο
Το ενδιαφέρον του επισκέπτη προσελκύουν τα ερείπια από τα μεσαιωνικά οχυρά, το Υδραγωγείο που κατασκευάστηκε στα τέλη του 16ου με αρχές του 17ου αιώνα και το κουκλίστικο Stari Bar, δηλαδή η παλιά συνοικία που μοιάζει βγαλμένη από πίνακα ζωγραφικής. Ανηφορίζουμε στο κεντρικό πλακόστρωτο δρομάκι ενώ δεξιά και αριστερά μας χαζεύουμε καταστήματα με σουβενίρ, παραδοσιακά σπίτια με ξύλινα πορτοπαράθυρα και μπαλκόνια πνιγμένα στα λουλούδια, χαριτωμένα ταβερνάκια και καφέ με πολύχρωμες μαξιλάρες. Μας συνεπαίρνουν οι μυρωδιές από τα φρεσκομαγειρεμένα λαχταριστά πιάτα της κουζίνας του Μαυροβουνίου και οι ήχοι από τα νερά του ποταμού...

Άποψη του Stari Bar

Διαμονή

Θέα από το μπαλκόνι του συγκροτήματος ενοικιαζόμενων δωματίων "Holiday Home Monte"

Επειδή στο ταξίδι μας αυτό ήμασταν παρέα και θα χρειαζόμασταν περισσότερα δωμάτια, αποφασίσαμε να μην κλείνουμε δωμάτια σε ξενοδοχεία στην κάθε περιοχή που διανυκτερεύαμε αλλά να νοικιάζουμε ολόκληρα διαμερίσματα. Τα διαμερίσματα ήταν δύο ή τριών υπνοδωματίων, είχαν συνήθως δύο μπάνια, κουζίνα, σαλόνι και διέθεταν απαραιτήτως parking για το αυτοκίνητο. Ήταν, με λίγα λόγια, πολύ πιο ευρύχωρα από ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, μας κόστιζαν πολύ λιγότερο και μας παρείχαν το μεγάλο συν της ασφάλειας όσον αφορά το πρόβλημα της στάθμευσης του οχήματος σε μια ξένη χώρα. 

"Holiday Home Monte"
Στο Bar διαμείναμε στο “Holiday Home Monte”. Το ταξίδι μας πραγματοποιήθηκε σε off season περίοδο οπότε πρέπει να ήμασταν οι μοναδικοί ένοικοι του καταλύματος και αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να απολαύσουμε ένα δίκλινο και ένα τρίκλινο δωμάτιο, το καθένα με δική του ξεχωριστή κουζίνα και μπάνιο, στην τιμή των μόλις 20 ευρώ το καθένα. Το κτήριο είναι αρκετά καινούριο και διαθέτει αυλή με μπασκέτα για να απασχολούνται τα παιδιά των επισκεπτών. Δωμάτια καθαρά, με τηλεόραση, δωρεάν wi-fi, air-condition και θερμάστρα, παροχή extra καθαριστικών και ορισμένων βασικών προϊόντων της κουζίνας όπως υγρό πιάτων, λάδι και αλάτι. Η ιδιοκτήτρια ευγενέστατη, πάντα χαμογελαστή και πρόθυμη να βοηθήσει. Δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά, η κόρη της που ήξερε αγγλικά απουσίαζε λόγω σπουδών αλλά παρόλα αυτά και με καλή θέληση καταφέραμε να συνεννοηθούμε μια χαρά! Προσοχή γιατί το κτήριο βρίσκεται σε αδιέξοδο στενάκι και είναι λίγο δύσκολο να το βρείτε.

Κουζίνα

"Konoba Kula" στο Stari Bar

Η κουζίνα του Μαυροβουνίου είναι άκρως δελεαστική και συγκεντρώνει επιρροές από την ιταλική, την ανατολίτικη και την κουζίνα των Βαλκανίων. Κυριαρχούν οι πίτσες, οι μακαρονάδες, τα ψάρια, τα θαλασσινά, τα κρεατικά, οι σούπες, οι σαλάτες, τα καπνιστά τυριά και αλλαντικά, το προσούτο και τα ανατολίτικα γλυκά όπως ο μπακλαβάς. Η λίστα των κρασιών είναι γεμάτη από ντόπιες ετικέτες ενώ την τιμητική της έχει και η ντόπια ρακή. 

"Konoba Kula"
Από άποψη εστιατορίων, μία από τις καλύτερες επιλογές που κάναμε σε ολόκληρο το ταξίδι μας ήταν η “Konoba Kula”. Όπως μας πληροφόρησε το ιδιαιτέρως πρόθυμο και χαμογελαστό προσωπικό, “konobaθα πει “ταβέρνα” και “kulaθα πει “πύργος”. Και ποιο όνομα θα ήταν πιο ταιριαστό για έναν παραδοσιακό ξενώνα με εστιατόριο που βρίσκεται στη σκιά των τειχών του Φρουρίου του Stari Bar! Σε έναν πολύ προσεγμένο, λοιπόν, χώρο με vintage αισθητική και ευχάριστη ατμόσφαιρα, είχαμε την ευκαιρία να εντρυφήσουμε στα μυστικά της κουζίνας του Μαυροβουνίου. 

"Starobarski pjat"

Για πρώτο πιάτο επιλέξαμε το “starobarski pjat(το “πιάτο της παλιάς πόλης του Bar”), μια ποικιλία από ορεκτικά σερβιρισμένη σε έναν μεγάλο μπακιρένιο κυκλικό δίσκο. Περιελάμβανε “japrak” (γιαπράκια “ορφανά”), "bamija" (μπάμιες με κρέας – σκέτο λουκούμι!), “pohovane tikvice” (τηγανητά κολοκυθάκια με κουρκούτι), “patlidzan” (μελιτζάνα σε μια πεντανόστιμη γλυκιά κόκκινη σάλτσα), “paprike punjene sa sirom” (πιπεριές γεμιστές με τυρί), “grilovano povrce” (ψητά λαχανικά) και “cufte u mlijeku” (κεφτέδες στο γάλα). 

"Cevapi sa pomfritom"
"Biftek"









"Teleci slatkis"

Στα κυρίως πιάτα δοκιμάσαμε “cevapi sa pomfritom(κεμπάπ με πατάτες τηγανητές), “biftek” (ζουμερή μοσχαρίσια μπριζόλα με σως μανιταριών και πατάτες τηγανητές – μην σας παραπλανά το όνομα, το πιάτο δεν έχει καμία σχέση με “μπιφτέκι”) και “teleći slatkiš” (ρολό μοσχάρι με γλυκιά σως συνοδευμένο από ρύζι και πατάτες τηγανητές). 

"Vladika"
Συνοδεύσαμε το δείπνο μας με το υπέροχο “Vladika”, το πολυβραβευμένο κρασί του Μαυροβουνίου που μας πρότεινε η κοπέλα που πήρε την παραγγελία. Όταν το έψαξα περισσότερο, βρήκα ότι “Vladika” θα πει “Επίσκοπος” και το εν λόγω κρασί παρήχθη για πρώτη φορά το 2013 με αφορμή την 50η επέτειο του οινοποιείου που το βγάζει, η οποία συνέπιπτε με τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Επισκόπου και κυβερνήτη του Μαυροβουνίου Petar II Petrović-Njegoš. Πρόκειται για ένα μείγμα της τοπικής ποικιλίας μαύρων σταφυλιών Vranac με λίγο από Cabernet Sauvignon και λίγο από Merlot. Έχει βαθυκόκκινο χρώμα και έντονο άρωμα μούρων, βατόμουρων, μαύρης σταφίδας με νότες από βανίλια. Διαθέτει επίσης πλούσια φρουτώδη γεύση κερασιού με νότες από μπαχαρικά ενώ στο τέλος αφήνει μια ελαφρώς πικάντικη επίγευση. Κλείσαμε το δείπνο μας με τα τοπικά πεντανόστιμα γλυκά “urmašice(κάτι σαν ραβανί με καρύδα) και “trileće” (κάτι σαν πανακότα με σιρόπι καραμέλας, μόνο που έχει πιο παχύρρευστη υφή και γίνεται με τρία είδη γάλακτος: κατσικίσιο, αγελαδινό και γάλα σε σκόνη με άνθος αραβοσίτου). 

"Urmasice" και "Trilece"
Το γεύμα μας (μια ποικιλία ορεκτικών για 3 άτομα, τρία κυρίως πιάτα, δύο γλυκά και ένα μπουκάλι κρασί) κόστισε 77,50 €, τιμή πολύ ικανοποιητική. Οι μερίδες ήταν μεγάλες, σε όλα τα πιάτα χρησιμοποιούνται τοπικά προϊόντα (από τα ντόπια κρέατα μέχρι το εξαιρετικό ελαιόλαδο της περιοχής), το σέρβις είναι γρήγορο και πάντα με το χαμόγελο (από τον κύριο που μας σέρβιρε μέχρι την κυρία που μας πήρε παραγγελία και ήταν πάντα πρόθυμη να απαντήσει στις απορίες μας, να μας δώσει επιπλέον πληροφορίες και να μας προτείνει γεύσεις). Σε γενικές γραμμές, το εν λόγω εστιατόριο κάλυψε και με το παραπάνω τις απαιτήσεις μας σχετικά με το τρίπτυχο “τιμή - ποιότητα (γεύσεων και χώρου) – εξυπηρέτηση” ενώ υπήρξε για εμάς μια ευχάριστη εμπειρία και ένα “μάθημα” πάνω στην υπέροχη κουζίνα του Μαυροβουνίου. Πολλά συγχαρητήρια!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Παραδοσιακή πολωνική σούπα zurek

Τι είναι το kaymak και πώς μπορούμε να το φτιάξουμε;

Szentendre: Το χωριό των καλλιτεχνών

Γλυκιά πατσαβουρόπιτα Λέρου

Οι ιστορικές πλατείες της Ρώμης