Στα βήματα των προσκυνητών της Τσεστοχόβα...
Στη Νότια
Πολωνία, σχετικά κοντά στην Κρακοβία,
βρίσκεται μια πόλη χτισμένη στις όχθες
του ποταμού Warta. Ο λόγος
για την Τσεστοχόβα, τη 13η σε πληθυσμό
πόλη της Πολωνίας, που αποτελεί τον
σημαντικότερο οικονομικό, διοικητικό
και πολιτιστικό κόμβο της Βόρειας
Σιλεσίας. Ταυτόχρονα αποτελεί και ένα
από τα σημαντικότερα προσκυνήματα του
Καθολικού κόσμου, με εκατομμύρια πιστών
που επισκέπτονται την ιερή αυτή πόλη
για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή
εικόνα της “Μαύρης Παναγίας” που
φυλάσσεται στο Μοναστήρι της Jasna
Gora. Οι πληροφορίες αυτές είναι
αρκετές για να μου τραβήξουν το ενδιαφέρον
και να αποφασίσω να κάνω μια μικρή
παράκαμψη στο ταξίδι μου από την Κρακοβία
προς την πρωτεύουσα Βαρσοβία, έτσι ώστε
να συμπεριλάβω σε αυτό και μια στάση
στην πόλη Czestochowa...
Είσοδος στο μοναστηριακό συγκρότημα |
Η Ιστορία λέει
ότι ο πρώτος σλαβικός οικισμός στην
περιοχή ιδρύθηκε κάπου στα τέλη του
11ου αιώνα. Επρόκειτο στην ουσία για ένα
χωριό που χτίστηκε πάνω στο Jasna
Gora, που θα πει “Λαμπρό Όρος”,
στην τοποθεσία όπου σήμερα είναι
χτισμένο το περίφημο Μοναστήρι. Ο
άρχοντας της περιοχής, στα χρόνια τα
παλιά, κατοικούσε στο Κάστρο του Olsztyn.
Το 1382 ιδρύθηκε το Μοναστήρι ενώ δύο
χρόνια μετά έφτασε σε αυτό η θαυματουργή
εικόνα της Παναγίας, μετατρέποντας
ολόκληρη την περιοχή σε δημοφιλές
προσκυνηματικό τόπο. Κατά τη διάρκεια
του 17ου αιώνα, η πόλη της Τσεστοχόβα
καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από τους
Σουηδούς στρατιώτες και μόνο το Μοναστήρι
κατάφερε -ως εκ θαύματος- να παραμείνει
αλώβητο.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκει
την πόλη να αριθμεί ένα μεγάλο ποσοστό
Εβραίων κατοίκων, μάλιστα πριν από το
Ολοκαύτωμα θεωρούταν ως ένα από τα
μεγαλύτερα εβραϊκά κέντρα της Πολωνίας.
Μέχρι το τέλος του πολέμου, η πόλη είχε
αδειάσει τόσο πολύ από Εβραίους ώστε
οι Ναζί την αποκαλούσαν “Judenfrei”,
δηλαδή “ελεύθερη Εβραίων”. Οι
περισσότεροι από αυτούς είχαν σκοτωθεί
ή είχαν απελαθεί με απώτερο σκοπό να
οδηγηθούν αργά ή γρήγορα στο θάνατο.
Η
σημερινή πόλη είναι αρκετά σύγχρονη
και όχι ιδιαίτερα καλόγουστη, θα έλεγα! Στο μεγαλύτερο κομμάτι της κυριαρχούν
οι ογκώδεις κατασκευές σοσιαλιστικού
τύπου, πανομοιότυπες μεταξύ τους, που θυμίζουν εργατικές κατοικίες και στεγάζουν
την πλειοψηφία του πληθυσμού. Σίγουρα
πάντως, με λίγη καλή θέληση, ο ταξιδιώτης
μπορεί να ανακαλύψει ανάμεσα στους
αυστηρούς ορθογώνιους όγκους από μπετόν
και μερικά άξια προσοχής παλιά αρχοντικά,
καθολικές εκκλησίες και φροντισμένα
πάρκα.
Ωστόσο, τα βλέμματα κλέβει αναμφισβήτητα το Μοναστήρι Jasna Gora. Ο τουρισμός της περιοχής είναι καθαρά προσανατολισμένος σε αυτό ενώ άπειρα καταστήματα σουβενίρ έχουν στραφεί -όπως συμβαίνει συχνά σε αντίστοιχες προσκυνηματικές πόλεις- στην εμπορική εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματος των πιστών. Ακολουθώ τη λεωφόρο Najswietszej Maryi Panny (Λεωφόρο της Παναγίας), τη σημαντικότερη οδική αρτηρία του κέντρου της πόλης, που χρησιμοποιούν όλοι οι πιστοί Καθολικοί προσκυνητές για να φτάσουν μέχρι το Μοναστήρι. Η λεωφόρος κατασκευάστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, αρχικά για να συνδέσει την παλιά με τη νέα πόλη, οι οποίες συγχωνεύτηκαν διοικητικά το 1826. Οι δύο λωρίδες ανόδου και καθόδου, μήκους 1,5 χλμ. και πλάτους 44 μ., χωρίζονται από μια τρίτη πεζοδρομημένη λωρίδα που βρίσκεται ανάμεσά τους και είναι αυτή που χρησιμοποιούν οι πεζοί προσκυνητές.
Το Μοναστήρι Jasna Gora και η "Μαύρη Μαντόνα της Τσεστοχόβα"...
Το 1382 ο Βλαδίσλαος
Β' του Οίκου των Piast και
Δούκας του Οπόλε προσκαλεί μια ομάδα
μοναχών από την Ουγγαρία και ιδρύει τη
Μονή της Γιάσνα Γκόρα. Δύο χρόνια μετά,
το μοναστήρι αποκτά το σημαντικότερο
κειμήλιό του, αυτό που έμελλε να του
χαρίσει όλη την αίγλη και τη μεγαλοπρέπεια
μιας αληθινής πνευματικής πρωτεύουσας:
την εικόνα της “Μαύρης Μαντόνας”!
Η "Μαύρη Παναγία" πίσω από τις προστατευτικές σιδεριές |
Η
“Μαύρη Μαντόνα” ή αλλιώς “Παναγία της
Τσεστοχόβα” είναι μια παλιά βυζαντινή
εικόνα της Παρθένου που πήρε το όνομά
της από το μαύρο χρώμα που έχει αποκτήσει
ακριβώς λόγω της παλαιότητάς της.
Θεωρείται ότι έχει θαυματουργές ιδιότητες
και φυλάσσεται σε μια ειδική αίθουσα
του μοναστηριού η οποία είναι κυριολεκτικά
πλημμυρισμένη από τα τάματα των πιστών.
Δεν γνωρίζουμε τίποτα σχετικά με τον
δημιουργό της εικόνας ή την ακριβή εποχή
και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες
έφθασε στην Πολωνία. Αυτό που έχει γίνει
γνωστό είναι πως πρόκειται για βυζαντινή
εικόνα που επί μακρόν χρονικό διάστημα
φυλασσόταν στο Φρούριο του Μπελτζ στο
Χολμ της Δυτικής Ρωσίας.
Αντίγραφο της εικόνας της Παναγίας |
Στα μέσα του
14ου αιώνα, ο βασιλιάς Καζιμίρ της Πολωνίας
προσάρτησε την περιοχή της Γαλικίας
και η εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε
στη χώρα από μια Ρωσίδα πριγκίπισσα που
έφτασε εκεί για να παντρευτεί κάποιον
Πολωνό ευγενή. Κάπως έτσι, η περίφημη
“Μαύρη Μαντόνα” κατέληξε στο Παπικό
μοναστήρι του Λαμπρού Όρους όπου και
παραμένει μέχρι σήμερα.
Κατά το πρώτο
μισό του 17ου αιώνα το μοναστήρι δέχεται
μια σειρά εργασιών που, για λόγους
ασφαλείας, το μετατρέπουν σε ένα σύγχρονο
για την εποχή εκείνη φρούριο ολλανδικού
τύπου, κάτι που αποδείχθηκε άκρως
προνοητικό και απαραίτητο όταν το 1655 η
Πολωνία δέχτηκε εισβολή από τα σουηδικά
στρατεύματα. Κατά τη διάρκεια της
πολιορκίας, ο Ηγούμενος μαζί με τους
μοναχούς και λίγους Πολωνούς στρατιώτες
κατάφερε να αποκρούσει τους Σουηδούς
και να σώσει τη Μονή παρά τη σχεδόν
ολοκληρωτική καταστροφή που γνώρισε η
υπόλοιπη πόλη.
Η νίκη αυτή, που γέμισε
με θάρρος και αυτοπεποίθηση τους Πολωνούς
ώστε να συνεχίσουν να αγωνίζονται,
αποδόθηκε φυσικά στη θαυματουργή
παρέμβαση της Παναγίας. Λίγο καιρό μετά,
τον Απρίλιο του 1656, ο βασιλιάς αναγνωρίζει επίσημα την Παναγία ως
προστάτιδα του βασιλείου του και την
ανακηρύσσει “Βασίλισσα της Πολωνίας”.
Η Παναγία της Τσεστοχόβα τιμάται δύο
φορές το χρόνο: στις 6 Μαρτίου και στις
27 Αυγούστου ενώ το προσκύνημα στο Ναό
της Γιάσνα Γκόρα θεωρείται ένα από τα
σημαντικότερα προσκυνήματα του
Ρωμαιοκαθολικού κόσμου. Ο δρόμος του
Wroclaw Walking Pilgrimage είναι από
τους πιο γνωστούς και έχει τις ρίζες
του στους δρόμους που ακολουθούσαν οι
πιστοί προσκυνητές του Μεσαίωνα. Η μέση
απόσταση που καλείται να περπατήσει
ένας προσκυνητής είναι περί τα 350 χλμ.,
απόσταση που καλύπτεται μέσα σε περίπου
11 ημέρες.
Η πύλη εισόδου στο Ναό και τα ηλιακά ρολόγια |
Εμείς φτάσαμε
ως εδώ οδικώς, χάνοντας την ευκαιρία να
γευτούμε τις δυσκολίες μα και τις
συναρπαστικές εμπειρίες που κρύβει η
περιπατητική διαδρομή. Ο εξωτερικός
χώρος του μοναστηριού με τα επιβλητικά
αγάλματα, μας προϊδέασε κάπως για το πόσο εντυπωσιακό έμελλε να είναι
το εσωτερικό του Ναού. Η πραγματικότητα ωστόσο ξεπερνούσε κάθε φαντασία! Διασχίζοντας
την πύλη εισόδου ξεδιπλώθηκε μπροστά
στα έκπληκτα μάτια μας ένας χώρος άφατης
μεγαλοπρέπειας. Εντυπωσιακότατες
τοιχογραφίες, πολυτελείς πολυέλαιοι, επιβλητική διακόσμηση
στα όρια της υπερβολής και με κυρίαρχους
τους τόνους του γαλάζιου και του χρυσού.
Ο Ναός ανήκει στην μπαρόκ εποχή και
αποτελεί αντιπροσωπευτικότατο δείγμα
της μεγαλοπρέπειας που χαρακτηρίζει
το μπαρόκ.
Τέλεση της Λειτουργίας παρουσία χορωδίας |
Αρκετοί το βρίσκουν υπερβολικά
φλύαρο, επιτηδευμένο και κάπως κουραστικό.
Αν αναλογιστεί κανείς, ωστόσο, τους
λόγους που γέννησαν την τεχνοτροπία
του μπαρόκ και τους σκοπούς που αυτή
εξυπηρετούσε, μπορεί σίγουρα να αντιληφθεί τα πράγματα διαφορετικά. Το μπαρόκ
γεννήθηκε την εποχή της Αντιμεταρρύθμισης,
σε μια οργανωμένη προσπάθεια της
Καθολικής εκκλησίας να “ξαναμαζέψει”
το ποίμνιό της που ξεστράτιζε στους
δρόμους της αμαρτίας, των αιρέσεων, του
Προτεσταντισμού και της αθεΐας. Σαφώς
και το μπαρόκ χαρακτηρίζεται από ένα
υπερφίαλο ύφος γιατί έχει ως στόχο να
εντυπωσιάσει, να εκπλήξει, ίσως και να
φοβίσει λιγάκι. Όλα πρέπει να είναι με
τέτοιον τρόπο δομημένα ώστε να διακηρύσσουν
και να τιμούν το μεγαλείο του Θεού. Αν
λοιπόν ο επισκέπτης φροντίσει να δει
το Ναό της Γιάσνα Γκόρα υπό αυτό το
πρίσμα, θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει
ένα μοναδικό και υπέρλαμπρο αριστούργημα
της μπαρόκ εποχής, όπως αποδεικνύουν και οι φωτογραφίες που ακολουθούν...!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου