Σηματοδοτώντας τα μονοπάτια της Νότιας Σκύρου...

Όρος Κόχυλας, Νότια Σκύρος

Αύγουστος στη Σκύρο. Με χαλαρή μποέμικη διάθεση και κλίμα παρεΐστικο. Μόλις έχουμε καταβροχθίσει μια καραβιδομακαρονάδα, έχουμε πιει και μερικά ουζάκια και αποφασίζουμε -έτσι με τα μαγιό, τα παρεό και τις σαγιονάρες- να ανέβουμε ως το εκκλησάκι της Παναγιάς της Λυμπιανής
Πεύκα, ένα βατό χωμάτινο μονοπάτι και ένα εκκλησάκι σκαρφαλωμένο στο βράχο και λαξευμένο μέσα σε σπηλιά. Είναι θεμελιωμένο πάνω στα μάρμαρα αρχαίου ναού και η θέα από εδώ πάνω κόβει κυριολεκτικά την ανάσα.
Έχουμε ανέβει στην ασβεστωμένη στέγη και ατενίζουμε τους γύρω λόφους και τα ξωκλήσια του Αγίου Κωνσταντίνου και του Αγίου Ελευθερίου στην αντικρινή πλαγιά. 

Εκκλησάκια Αγ. Κωνσταντίνου και Αγ. Ελευθερίου
Απόλυτη ησυχία και γαλήνη. Ξάφνου ακούγονται φωνές και μια ομάδα ορειβατών, που έχει ξεκινήσει με τα πόδια από τη Χώρα, φτάνει στην Παναγιά. Η φίλη που με φιλοξενεί στο νησί είναι ντόπια και γνωρίζει αρκετά άτομα από την ομάδα. Εγώ τους βλέπω όλους για πρώτη φορά. Μετά από τις απαραίτητες συστάσεις, μας καλούν να τους ακολουθήσουμε μέχρι την κορυφή. Πέρα από το εκκλησάκι δεν υπάρχει μονοπάτι και αρχίζουμε να σκαρφαλώνουμε στις πέτρες, ανάμεσα από τους θάμνους.



Η Παναγιά η Λυμπιανή λαξευμένη στο βράχο
Δεν υπολογίζαμε ότι θα προέκυπτε κάτι τέτοιο κι έτσι είμαστε τελείως απροετοίμαστες. Η σαγιονάρα μου κόβεται και συνεχίζω την ανάβαση με δανεικά παπούτσια που έχει την ευγενή καλοσύνη να μου προσφέρει ένας από τους ορειβάτες. Νιώθω λες και βαδίζω με βατραχοπέδιλα, τη στιγμή που ο ίδιος συνεχίζει ξυπόλητος ως την κορυφή! Καταφέρνουμε να φτάσουμε ακριβώς την ώρα που ο ήλιος αρχίζει να δύει, βάφοντας τον ουρανό με ένα εκτυφλωτικό πορτοκαλί χρώμα... 



Ηλιοβασίλεμα στην κορυφή του Όρους Όλυμπος
Είχαμε ήδη πάρει την απόφαση με τη φίλη μου να κατέβουμε την επομένη στο Νότιο τμήμα της Σκύρου. Τα έφερε έτσι η τύχη και η ορειβατική ομάδα σχεδίαζε ακριβώς το ίδιο, μόνο που εκείνοι δεν στόχευαν σε μια απλή επίσκεψη αλλά στη σήμανση των μονοπατιών πάνω στο βουνό του Κόχυλα. Ήταν ευκαιρία να ζήσουμε αυτή την εμπειρία και έτσι δώσαμε τα χέρια και συμφωνήσαμε να πάμε μαζί τους.






Το εκκλησάκι του Αγ. Αθανασίου
Αφήσαμε το αυτοκίνητο στο εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου και φορτωθήκαμε στην καρότσα ενός αγροτικού μαζί με την υπόλοιπη ομάδα. Θα ήμασταν γύρω στα δεκαπέντε άτομα συνολικά, άντρες και γυναίκες. Από μακριά διακρίναμε τις Τρεις Μπούκες, τα τρία δηλαδή διαδοχικά περάσματα που έχουν δημιουργηθεί στον κολπίσκο λόγω δύο μικρών νησιών που βρίσκονται στην είσοδό του. Στις Τρεις Μπούκες βρίσκεται το άγαλμα του Βρετανού ποιητή Rupert Brooke, που πέθανε το 1915 σε βρετανικό πολεμικό πλοίο ανοιχτά της Σκύρου και θάφτηκε σε ελαιώνα του νησιού. 


Οι Τρεις Μπούκες
Φτάνουμε στην ερημική παραλία Ρένες και από εκεί θα συνεχίσουμε με τα πόδια. Η ομάδα των ορειβατών φορτώνεται με σάκους, sleeping bag, νερά, μπύρες, φαγώσιμα και διάφορα εφόδια γιατί σκοπεύουν να διανυκτερεύσουν στο φάρο, στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, μιας και τη βραδιά αυτή θα μεσουρανούσε η πανσέληνος του Αυγούστου. Εμείς απλώς θα τους συντροφεύαμε μέχρις ενός σημείου και έπειτα θα γυρίζαμε πίσω.  




Παραλία Ρένες

Διασχίζουμε την πανέμορφη παραλία και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε μέσα στις πέτρες και τα βάτα σε μια από τις κορυφές του όρους Κόχυλα. Εδώ το τοπίο αλλάζει δραματικά... 

Η Νότια Σκύρος δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το Βόρειο τμήμα και είναι λες και βρίσκεσαι σε άλλο νησί. Για την ακρίβεια, σε ακατοίκητο νησί. Το απότομο και άγριο τοπίο συνθέτει ένα επιβλητικό σκηνικό που θυμίζει Far West. Γυμνές εκτάσεις, καλυμμένες μόνο με θάμνους και βάτα, βραχώδεις απόκρημνες ακτές και θαλάσσια σπήλαια... όλα αυτά σε συνδυασμό με το βόρειο τμήμα, δηλαδή το τμήμα του πράσινου και του πολιτισμού, δικαιολογούν απόλυτα το χαρακτηρισμό της Σκύρου ως «νησί των αντιθέσεων». 

Καθώς προχωράμε η ομάδα φροντίζει για τη σήμανση του μονοπατιού με πινακίδες...

Σηματοδοτώντας το μονοπάτι με πινακίδες...

Φτάνουμε στην άκρη των απόκρημνων βράχων και μένουμε άφωνοι από την αρμονία και την τελειότητα της φύσης. 

Στο βάθος διακρίνεται ο Φάρος...
Αφήνουμε το βλέμμα μας να πλανηθεί στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Πέρα στο βάθος διακρίνεται ο Φάρος, τελικός προορισμός της διαδρομής. Πρόκειται για το ακρωτήρι «Λιθάρι» με τον πετρόχτιστο φάρο του 1894, τον μοναδικό διώροφο στην Ελλάδα. Αρχικά λειτουργούσε με περιστροφικό σύστημα κατόπτρων που ήθελε κούρδισμα κάθε πενήντα λεπτά. Τώρα πια διαθέτει αυτόματο μηχάνημα και λειτουργεί με φωτοβολταϊκά συστήματα. Το 2012 χαρακτηρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ως μνημείο λόγω της αρχιτεκτονικής του αλλά και του αρχικού μηχανισμού του, που αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της τεχνολογίας των φωτιστικών συστημάτων των φάρων του 19ου αιώνα. 

Ο Φάρος







Το αληθινά εντυπωσιακό είναι ότι τα λιγοστά δέντρα του Νότου έχουν όλα συγκεκριμένη φορά και είναι γερτά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι βρίσκονται εκτεθειμένα στους ισχυρούς ανέμους που πλήττουν το νησί κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Στη χλωρίδα του Κόχυλα συγκαταλέγονται μερικά σπάνια ενδημικά φυτά, ενώ η ατμόσφαιρα ευωδιάζει θυμάρι. Αυτό που εξίσου εντυπωσιάζει, είναι η πανίδα που ζει στον σκυριανό νότο. Προστατευόμενα θαλασσοπούλια, η μικρόσωμη σαύρα της Σκύρου και ο μαυροπετρίτης, ένα απειλούμενο με εξαφάνιση είδος μεταναστευτικού γερακιού που απαντάται εδώ κατά την περίοδο Απριλίου-Οκτωβρίου, είναι μερικά μόνο από τα είδη της πανίδας του νησιού. Στην κορυφή όλων φιγουράρει το περίφημο σκυριανό αλογάκι

Σκυριανά αλογάκια σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας
Το μικρόσωμο αυτό άλογο, που στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα στις αγροτικές εργασίες, σήμερα μπορεί να το συναντήσει κανείς σε πολλά σημεία του νησιού και σε φάρμες όπου οι ντόπιοι φροντίζουν για την ελεγχόμενη αναπαραγωγή του με στόχο τη διάσωση του είδους. Μονάχα εδώ πάνω, όμως, στις απόκρημνες βουνοπλαγιές του Κόχυλα, μπορεί να βρει κάποιος αγέλες από καθαρόαιμα ή ημίαιμα σκυριανά άλογα που ζουν σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας. 

Σκυριανά αλογάκια





Αρχίζει να βραδιάζει και συνειδητοποιούμε πως έφτασε η ώρα να πάρουμε το δρόμο του γυρισμού, αν δεν θέλουμε να μας βρει η νύχτα στα βουνά. Αποχαιρετούμε την υπόλοιπη ομάδα που συνεχίζει την πορεία της μέχρι το Φάρο και εμπιστευόμαστε για οδηγό μας τον Μ., έναν νεαρό βοσκό τον οποίο γνωρίζει ήδη η φίλη μου, που μαζεύει τα ζωντανά του παρέα με το σκύλο του, τον Δερβίση. 


Του είναι τόσο οικεία αυτά τα βουνά, ώστε με δυο δρασκελιές βρίσκεται από τη μια άκρη στην άλλη. Εδώ μεγάλωσε, άλλωστε, από μικρό παιδάκι και αυτή τη ζωή έμαθε μονάχα. Όπως μας εκμυστηρεύεται, όσο σκληρή κι αν είναι η ζωή στα βουνά, δεν θα άντεχε να ζήσει πουθενά αλλού. «Εδώ είμαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου» μας λέει. «Κοιτάξτε γύρω σας! Όλα αυτά που βλέπετε, μου ανήκουν! Είμαι ελεύθερος εδώ και άρα πλούσιος». 

Φτάνουμε στις Ρένες όταν πια έχει νυχτώσει για τα καλά. Η πανσέληνος βουτάει μέσα στα νερά της θάλασσας και τα βάφει σε χρώμα ασημί. Είναι γαλήνια αυτή η βραδιά.

Η Αυγουστιάτικη πανσέληνος πάνω από τις Ρένες
Η σιωπή απλώνεται σε ολόκληρη την πλάση. Ο Μ. μας μιλάει για τη ζωή του, τα κοπάδια του, το σχολείο που δεν πήγε, τη γυναίκα του που τον περιμένει στο σπίτι για το βραδινό γεύμα ενώ μας μεταφέρει με το αγροτικό του μέχρι το εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου που έχουμε αφήσει το αυτοκίνητο. Τον ευχαριστούμε και τον αποχαιρετούμε. Χαμογελάει με ευγένεια δίχως να μας κοιτάξει, με όλη την αιδώ και την αυθεντικότητα ενός γνήσιου ανθρώπου του χωριού και της φύσης που αισθάνεται άβολα απέναντι σε ανθρώπους του «πολιτισμού». Καθώς ξεμακραίνει, απομένουμε μόνες στην ερημιά...

Στεκόμαστε για ώρα και κοιτάζουμε την πανσέληνο. Απόλυτη σιωπή, απόλυτη γαλήνη, απόλυτη ελευθερία. Αισθανόμαστε πως δεν υπάρχει τίποτα και κανείς άλλος άνθρωπος στον κόσμο. Μόνο εμείς, η φύση και ο Θεός. Νιώθω την καρδιά μου να γεμίζει με ευγνωμοσύνη για το θαύμα αυτό που λέγεται ζωή. Συνειδητοποιώ ότι βιώνω μια από τις λίγες δυνατές και αληθινές στιγμές που μας τυχαίνουν στη διάρκεια της ζωής μας. Καταλαβαίνω πλήρως τι εννοούσε ο βοσκός όταν μιλούσε για ελευθερία και πλούτη. Και αρχίζω να φωνάζω δυνατά! Αφήνω όλη την ένταση να φύγει, αφήνω όλη τη συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια να διαλυθεί μέσα στην ανωτερότητα της ανθρώπινης ύπαρξης που νιώθω μέσα μου να εκρήγνυται. Η κραυγή μου αντιλαλεί μέσα στη σιωπή, αλλά κανείς δεν την ακούει. Η φίλη μου ακολουθεί το παράδειγμά μου και ξεσπάει κι αυτή σε μια λυτρωτική κραυγή ευδαιμονίας. 
Ήταν εκεί, σε εκείνο το έρημο ακρογιάλι του σκυριανού νότου, στη μέση του πουθενά, δίχως καμιά οχληρή ανθρώπινη παρουσία και μόνο με την πανσέληνο να μας φωτίζει το δρόμο, που ένιωσα να αγγίζω κάτι από το αληθινό νόημα της ύπαρξης...   

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Παραδοσιακή πολωνική σούπα zurek

Τι είναι το kaymak και πώς μπορούμε να το φτιάξουμε;

Szentendre: Το χωριό των καλλιτεχνών

Γλυκιά πατσαβουρόπιτα Λέρου

Οι ιστορικές πλατείες της Ρώμης